πληρεξούσιος

πληρεξούσιος
-α, -ο
αυτός που παίρνει την εξουσία να ενεργεί για λογαριασμό άλλου κατά ορισμένο τρόπο: Πληρεξούσιος δικηγόρος, αντιπρόσωπος κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πληρεξούσιος — α, ο, Ν 1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα 2. το ουδ. ως ουσ. το πληρεξούσιο το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτ εξούσιος)] …   Dictionary of Greek

  • μάντακας — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών, από το χωριό Λάκκοι της επαρχίας Κυδωνίας του νομού Χανίων. 1. Αναγνώστης (; – Λάκκοι 1918). Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1841 και διακρίθηκε για την ανδρεία του στις μάχες του Προβάρματος (Αποκορώνου)… …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδάκης — Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών. 1. Αδάμ. Αγωνιστής από το Ρέθυμνο. Πολέμησε στην επανάσταση του 1866 69. Βρισκόταν στο Αρκάδι κατά την πολιορκία του. Κατόρθωσε να βγει από το μοναστήρι δυο φορές για να ζητήσει βοήθεια και σώθηκε επίσης από το… …   Dictionary of Greek

  • Μανσόλας, Δρόσος — (1779 – 1860). Πολιτικός της Επανάστασης και της οθωνικής περιόδου. Καταγόταν από τη Θεσσαλία. Σπούδασε στη Ιένα πριν από την Επανάσταση. Μετά τις σπουδές του επέστρεψε στην Ελλάδα και πήρε μέρος στην προετοιμασία του Αγώνα. Συνδέθηκε στενά με… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρομμάτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών και πολιτικών από την Κατούνα της Ακαρνανίας. 1. Γεώργιος (; – 1703). Προεστός του Κάρλελι. Ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειας που εγκαταστάθηκε στην Κατούνα. 2. Γεώργιος (1771 – Αθήνα 1836). Γιος του Μήτσου (11.).… …   Dictionary of Greek

  • Φιώτης ή Φιωτάκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών, η οποία καταγόταν από την Αγία Ειρήνη της Κρήτης. Σπουδαιότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι: 1. Ιωάννης. Πήρε μέρος στο κίνημα του Δασκαλογιάννη (1770) και έπεσε ηρωικά στη μάχη του Ομαλού. 2. Ιωάννης (1812 – 1891).… …   Dictionary of Greek

  • Χαραλάμπης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας, ο οποίος καταγόταν από τη Μαγνησία. Επί Σεπτίμιου Σεβήρου (193 – 210) διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, όπου τον έσερναν με χαλινάρι και, τέλος, τον αποκεφάλισαν μαζί με τους δήμιους… …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”